τυλέδρανο

τυλέδρανο
το, Ν
το σκληρό, σαρκόχρωμο μέρος τών γλουτών τών πιθήκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + έδρανο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”